σπαζοκεφαλιά

σπαζοκεφαλιά
[спазокефальа] ουσ. Θ. головоломка,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σπαζοκεφαλιά" в других словарях:

  • σπαζοκεφαλιά — η, Ν 1. δισεπίλυτο πνευματικό παιχνίδι 2. συνεκδ. καθετί που απαιτεί κοπιώδη σκέψη για να λυθεί ή να διευθετηθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάζω + κεφάλι + κατάλ. ιά (πρβλ. απλοχερ ιά)] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλοθραύστης — ο 1. ρόπαλο που χρησιμοποιούν οι πρωτόγονοι ως όπλο 2. μτφ. κείμενο ακατανόητο ή δυσεπίλυτο πρόβλημα, σπαζοκεφαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο) * + θρανστης (< θραύστης < θραύω «σπάω»), πρβλ. καρυο θραύστης, κυματο θραύστης. Η λ., στον λόγιο… …   Dictionary of Greek

  • σπαζοκεφαλιάζω — Ν [σπαζοκεφαλιά] βασανίζω το μυαλό μου για να βρω τη λύση ενός προβλήματος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»